27.06.66 – Old Dogmas, New Realities: The Left’s Urgent Identity Crisis

In the political discourse of the 21st century, the Left often appears more like a relic of the past than a force for the future. Rooted in an ideological framework shaped over two centuries ago, it remains anchored to the philosophical and political structures born out of the social and economic realities of the 19th century. Back then, this framework served a historical purpose: it gave voice to the exploited, criticized the brutality of early capitalism, and inspired visions of a fairer society.

But time has moved on. The world has changed, economies have grown, societies have advanced, and the quality of life in liberal democracies has vastly improved. Yet the Left, instead of evolving, has largely stagnated. Its ideology remains largely unchanged, its narratives utopian, and its practices often ritualistic rather than reformative. In many cases, it continues to embrace protest for protest’s sake, mistaking perpetual resistance for progress.

Meanwhile, the world it once sought to revolutionize has already undergone profound transformations, most of them not due to revolutionary upheaval, but through liberal reforms, technological innovation, and market-driven development. The collapse of the so-called “real existing socialism” stands as undeniable proof of the failure of centralized economic planning and authoritarian collectivism. Millions in those regimes endured not equality, but oppression, poverty, and ideological control.

And yet, many in the contemporary Left refuse to acknowledge this. They remain fixated on resisting the very model of liberal democracy that, despite its flaws, has delivered higher standards of living, broader civil liberties, and stronger institutions than any other system in history. Their critique of the Western way of life has become formulaic, disconnected from the needs of real people who now seek stability, opportunity, and hope, not radical disruption.

What we need today is not a revival of old dogmas, but the construction of a new political vision: one that safeguards the achievements of modern societies while inspiring forward-looking reforms. A narrative that embraces progress without fetishizing revolution; that champions freedom alongside responsibility; that promotes solidarity without falling into the traps of uniformity or utopianism.

The 21st century demands a politics of synthesis, not division. Citizens are no longer drawn to ideological extremes, they seek pragmatic solutions, dignity, and shared purpose. The task at hand is not to awaken a new revolution, but to craft a political ethos that meets the complexities of our time with realism, empathy, and imagination. This is the challenge the modern Left must rise to, if it truly wishes to remain relevant.

The People’s Republic of China presents one of the most intriguing contradictions of the modern world. Governed by a single-party, officially communist regime, it has nonetheless embraced broad market-oriented reforms for over four decades. Despite its lack of political freedoms, China has achieved a dramatic improvement in the living standards and quality of life of its population—on a scale unmatched in modern history. How can this paradox be explained?


Beginning in the late 1970s under Deng Xiaoping, China adopted what he called “socialism with Chinese characteristics.” This translated into:

  • price liberalization,
  • a gradual embrace of private property and entrepreneurship,
  • and the creation of Special Economic Zones focused on exports and foreign investment.

These changes ignited decades of double-digit growth and transformed China into the world’s second-largest economy.

According to the World Bank, more than 800 million Chinese citizens were lifted out of extreme poverty between 1990 and 2020. This success was driven by:

  • massive infrastructure investments,
  • rapid urbanization,
  • and integration into global supply chains through manufacturing and exports.

China’s centralized government pairs tight political control with technocratic governance. The Communist Party implements five-year plans focused on innovation, green technologies, and artificial intelligence. It also strategically supports Chinese industries while retaining dominance over key sectors like banking, energy, and telecommunications.

China has significantly increased life expectancy, educational attainment, and access to healthcare. Despite lingering inequalities between rural and urban areas, a massive middle class has emerged—educated, upwardly mobile, and digitally connected. Hundreds of millions now enjoy living standards previously unthinkable for a developing country.

Without electoral cycles and partisan gridlock, the Chinese state can implement long-term policies with discipline and speed. The tradeoff, however, is the repression of dissent, censorship, and tight surveillance. Nonetheless, many Chinese citizens view stability and economic progress as more important than liberal democratic freedoms.

China’s trajectory challenges the Western assumption that liberal democracy is a prerequisite for development. Instead, it showcases a form of authoritarian capitalism where long-term planning, centralized control, and economic pragmatism produce measurable gains in quality of life. Still, this model is not easily exportable—it is deeply rooted in China’s history, bureaucracy, and cultural emphasis on collective order over individual autonomy.

China’s unique fusion of state power and market forces has dramatically improved the lives of hundreds of millions. While its model raises fundamental questions about freedom and governance, it also offers important lessons: strategic consistency, technocratic competence, and a willingness to adapt without ideological rigidity. The “Chinese exception” may not be a roadmap for liberal societies—but it cannot be ignored in any serious conversation about development in the 21st century.

Ελληνικό Κείμενο

Παλιά Δόγματα σε Έναν Νέο Κόσμο: Η Κρίση Ταυτότητας της Σύγχρονης Αριστεράς

Στη δημόσια σφαίρα του 21ου αιώνα, η πολιτική ταυτότητα της Αριστεράς μοιάζει ολοένα και περισσότερο με ένα φάντασμα του παρελθόντος: ριζωμένη σε μια ιδεολογική μήτρα του 19ου αιώνα, αρνείται πεισματικά να κοιταχτεί στον καθρέφτη της Ιστορίας. Η αφετηρία της ήταν αναμφίβολα ιστορικά αναγκαία· γέννημα μιας εποχής όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνθλιβόταν στις βιομηχανικές μητροπόλεις, η αριστερή σκέψη ανέλαβε να καταδείξει την εκμετάλλευση, να την κατονομάσει, και να προσφέρει ελπίδα μέσα από μια ιδεατή ανασύνταξη της κοινωνικής δομής.

Ωστόσο, αυτό το αφήγημα, όσο συγκινητικό και αν υπήρξε, δεν εξελίχθηκε ποτέ ουσιαστικά. Η Αριστερά παρέμεινε αιχμάλωτη ενός δογματικού ουτοπισμού, δημιουργώντας πολιτικές δομές και ρητορικές που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες του 19ου ή του μεσοπολέμου, αλλά δεν προσαρμόστηκαν ποτέ ουσιαστικά στις πραγματικότητες ενός κόσμου που άλλαζε ραγδαία. Το αποτέλεσμα ήταν διττό: η ιδεολογία έγινε στατική και ταυτόχρονα εμμονική, εγκλωβισμένη σε επαναστατικές ασκήσεις επί χάρτου και μια διαρκή «αγωνιστική ετοιμότητα» που υποκαθιστά τη γόνιμη πρόταση με την αντίδραση για την αντίδραση.

Σήμερα, σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία μεταμορφώνει τον τρόπο ζωής, η φιλελεύθερη οικονομία –με τις παθογένειες και τις προκλήσεις της– κατάφερε να αυξήσει τον παγκόσμιο πλούτο, να μειώσει την απόλυτη φτώχεια, να επεκτείνει τα δικαιώματα και τις ευκαιρίες. Και όμως, η Αριστερά συνεχίζει να πολεμάει φαντάσματα: αρνείται να αναγνωρίσει πως ο σύγχρονος δυτικός βίος –με τις ανεπτυγμένες δομές πρόνοιας, τις ελευθερίες, την πρόοδο– οικοδομήθηκε σε καθεστώτα φιλελεύθερης δημοκρατίας και όχι στον σοσιαλιστικό σχεδιασμό.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού κατέρρευσαν κάτω από το ίδιο τους το βάρος, καταδικάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους σε δεκαετίες καταπίεσης, οικονομικής δυσπραγίας και αυταρχισμού. Την ίδια στιγμή, η «επαναστατική ετοιμότητα» των αριστερών κινημάτων στη Δύση περιορίζεται σε συμβολικές πράξεις αντίστασης, σε ένα ιδιότυπο τελετουργικό διατήρησης ταυτότητας, αποκομμένο από τις ανάγκες των σημερινών κοινωνιών.

Απέναντι σε αυτό το τέλμα, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη για ένα νέο αφήγημα: ένα όραμα πολιτικής σκέψης που δεν απειλεί τα κεκτημένα του δυτικού μοντέλου, που δεν ριζοσπαστικοποιεί τεχνητά κοινωνίες που χρειάζονται σταθερότητα, αλλά που επενδύει στο μέλλον. Που μιλάει για πρόοδο χωρίς φετιχισμό της προόδου, για ελευθερία χωρίς απαξίωση της ευθύνης, για κοινωνική αλληλεγγύη χωρίς εξισωτισμό.

Ο 21ος αιώνας απαιτεί πολιτικές δυνάμεις που να λειτουργούν ως φορείς σύνθεσης και όχι διχασμού. Το ζητούμενο δεν είναι η επιστροφή στον ιδεολογικό ρομαντισμό, αλλά η επανατοποθέτηση της πολιτικής στο πεδίο της πραγματικότητας. Εκεί όπου ο πολίτης ζητά ποιότητα ζωής, κοινωνική κινητικότητα, ασφάλεια και όραμα – όχι αιώνια επανάσταση χωρίς περιεχόμενο.

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου. Ένα κράτος που διοικείται από ένα μονοκομματικό, κομμουνιστικό καθεστώς, αλλά εφαρμόζει εδώ και δεκαετίες εκτεταμένες αγορακεντρικές πολιτικές. Παρά την έλλειψη πολιτικών ελευθεριών, το κινεζικό μοντέλο έχει πετύχει, αντικειμενικά, εντυπωσιακή βελτίωση των κοινωνικών και οικονομικών δεικτών. Πώς όμως εξηγείται αυτό;

Η στροφή που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 υπό τον Deng Xiaoping με το δόγμα «σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά» περιλάμβανε:

  • απελευθέρωση τιμών,
  • αποδοχή ιδιωτικής ιδιοκτησίας και επιχειρηματικότητας,
  • δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών με προσανατολισμό στις εξαγωγές.

Αυτό οδήγησε σε εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης (συχνά >8% ετησίως) και μαζική αύξηση του εθνικού πλούτου.

Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, από το 1990 έως το 2020, περισσότερα από 800 εκατομμύρια Κινέζοι βγήκαν από την απόλυτη φτώχεια — μια επιτυχία χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Αυτή η πρόοδος συνδέθηκε με:

  • τις επενδύσεις σε υποδομές,
  • την αστικοποίηση,
  • την ένταξη στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας μέσω μεταποίησης και εξαγωγών.

Η κινεζική κρατική μηχανή συνδυάζει αυστηρό πολιτικό έλεγχο με υψηλού επιπέδου τεχνοκρατική διοίκηση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εφαρμόζει πενταετή πλάνα που εστιάζουν στην καινοτομία, τις πράσινες τεχνολογίες και την τεχνητή νοημοσύνη. Παράλληλα, στηρίζει στρατηγικά τις κινεζικές επιχειρήσεις, διατηρώντας όμως τον έλεγχο των «νευραλγικών» τομέων (ενέργεια, τραπεζικό σύστημα, πληροφορική).


Η Κίνα αύξησε ραγδαία το προσδόκιμο ζωής, τη σχολική φοίτηση και την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Παρά τις ανισότητες μεταξύ επαρχίας και πόλης, η μεσαία τάξη αριθμεί πλέον εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες με καταναλωτικές και μορφωτικές δυνατότητες που δεν υπήρχαν στο παρελθόν.

Η Κίνα δεν υπόκειται στους κύκλους εκλογών και της δυτικής κομματικής διαμάχης. Αυτό επιτρέπει μακροχρόνιο σχεδιασμό, ταχύτατη εφαρμογή πολιτικών και αποφυγή λαϊκιστικών παλινωδιών. Το κόστος, βέβαια, είναι η καταστολή κάθε εσωτερικής διαφωνίας.

Η κινεζική περίπτωση αποδεικνύει πως η οικονομική ανάπτυξη δεν προϋποθέτει απαραίτητα τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τουλάχιστον στο αρχικό στάδιο. Πρόκειται όμως για ένα μοντέλο μη εξαγώγιμο: στηρίζεται σε συγκεκριμένη ιστορική κουλτούρα, κρατική ιεραρχία και αποδοχή του συλλογικού έναντι του ατομικού.

Η Κίνα προσφέρει μια ιδιοσυγκρασιακή μορφή «κοινωνικού αυταρχικού καπιταλισμού» με εντυπωσιακά αποτελέσματα στη βελτίωση της ποιότητας ζωής εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Όμως, η απουσία θεσμικών ελέγχων, ελευθερίας έκφρασης και κοινωνικού πλουραλισμού διαμορφώνει ένα περιβάλλον ανάπτυξης με υψηλό κόστος ελευθεριών. Το κινεζικό θαύμα, όσο εντυπωσιακό κι αν είναι, δεν μπορεί να αποτελεί μοντέλο για τις φιλελεύθερες κοινωνίες — αλλά οφείλει να μελετηθεί με νηφαλιότητα για όσα διδάσκει: στρατηγική συνέπεια, τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα και προσαρμοστικότητα χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις.


Discover more from StrategyOnline.gr

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Discover more from StrategyOnline.gr

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading